- ορκίλλομαι
- ὁρκίλλομαι (Α)δίνω μάταιους, κενούς όρκους.[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση τού τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο *ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλ[λ]ος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.